- δικόγραφο
- τοέγγραφο που απευθύνεται στο δικαστήριο ή εγχειρίζεται σε διάδικο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δικόγραφο — το δικαστικό έγγραφο με το οποίο διενεργείται μια δικαστική πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
εφετήριο — το (ενν. έγγραφο) το δικόγραφο με το οποίο γίνεται η έφεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. ιταλ. atto di appello). Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στο Λεξικόν Ελληνικής Νομοθεσίας τού Δ. Μ. Βίκη] … Dictionary of Greek
κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… … Dictionary of Greek
κοινοποιώ — (AM κοινοποιῶ, έω) [κοινοποιός] κάνω κάτι δημόσια γνωστό, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινολογώ (α. «κοινοποίησε τους αρραβώνες του» β. «η απόφαση τής κυβέρνησης θα κοινοποιηθεί αύριο» γ. «κοινοποιήθηκε σήμερα ο πλειστηριασμός» δ. «κοινοποιεῖ τήν… … Dictionary of Greek
πρόκληση — η / πρόκλησις, εως, ΝΑ και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προκαλῶ] 1. η ενέργεια τού προκαλώ, σκόπιμη ή ακούσια ενέργεια που προκαλεί, επιθετική στάση, ερεθισμός (α. «η επίδειξη τού πλούτου είναι πρόκληση για τους φτωχούς» β. «τα όσα δημοσιεύθηκαν στις… … Dictionary of Greek
κοινοποιώ — κοινοποίησα, κοινοποιήθηκα, κοινοποιημένος 1. φέρω σε γνώση του κοινού, ανακοινώνω: Κοινοποίησε την απόφασή του σ όλους τους γνωστούς. 2. επιδίδω σε κάποιον δημόσιο έγγραφο ή δικόγραφο: Του κοινοποιήθηκε η απόλυσή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)